Ακριτική ομορφιά
Θες από αυτά που έχεις ακούσει, θες από το πολύωρο ταξίδι, γεγονός είναι ότι πλησιάζοντας το πολύνησο του Καστελόριζου ένα αδιόρατο δέος πλημμυρίζει την ψυχή και το σώμα. Ισως γιατί για ώρα αντικρίζεις τη μικρασιατική ακτή σε μέρη ελληνικά από την αρχαιότητα, αργότερα ρωμαϊκά, βυζαντινά στην άλλοτε ακμάζουσα γη της Ιωνίας και των προγόνων έως το 1922. Ενδεχομένως και για το ερώτημα που γιγαντώνεται όσο περνά η ώρα στο καράβι: είναι πράγματι ο επίγειος παράδεισος όπως λένε όσοι πήγαν;
Ηαλήθεια και οι απαντήσεις έρχονται αβίαστα καθώς το καράβι εισέρχεται νωχελικά στο απάνεμο, προστατευμένο λιμάνι. Είναι τέτοια η ομορφιά και τόσο λαμπερή η αποκάλυψη του παραδοσιακού οικισμού εμπρός στα έκπληκτα μάτια σας, που ό,τι έχετε ακούσει είναι πολύ μικρό μπροστά σε αυτό που αντικρίζετε. Επί της υποδοχής τα μικρότερα νησιά, λίγες εκατοντάδες μέτρα από την είσοδο του λιμανιού, το επιβλητικό κάστρο που έδωσε τη νεότερη ονομασία στο νησί, το περιποιημένο τζαμί στον φάρο κι έπειτα τα πανέμορφα στενομέτωπα δίπατα και τρίπατα αρχοντικά κατά μήκος της προκυμαίας στραμμένα προς τη θάλασσα, κατάντικρυ στο γειτονικό Κας, την αρχαία Αντίφελλο, χτισμένη στη θέση της αρχαιότατης πόλης Φέλλος στις ακτές της Λυκίας.
Εως την εισδοχή της Κύπρου στην Ε.Ε. στη νήσο Στρογγυλή του Καστελόριζου (1) ήταν το ακραίο φυσικό και πολιτιστικό ευρωπαϊκό σύνορο. Μια συστάδα νησιών του αρχιπελάγους που παρά τη σπουδαιότητά τους η παρουσία τους στους χάρτες ποτέ δεν ήταν κανονική, ποτέ δεν εικονίζονταν στη φυσική τους θέση, πάντα βρίσκονταν κάτω δεξιά ή πάνω αριστερά σφηνωμένα ασφυκτικά σε ξεχωριστό, τετράγωνο ή άλλου σχήματος, πλαίσιο.
Σε κάθε περίπτωση αμέσως θα κερδίσει τη ματιά σας η αρχιτεκτονική του φυσιογνωμία, ένα θέαμα που δεν είναι εύκολο να ξεχάσει ο επισκέπτης. Πανέμορφα και στιβαρά διώροφα ή τριώροφα σπίτια με δίρριχτες και σπανίως τετράρριχτες κεραμοσκεπές, με λευκές κυρίως προσόψεις, χωρίς να λείπουν τα διαφορετικά χρώματα στην επιφάνειά τους ή στις μπορντούρες γύρω από τα μεγάλα παράθυρα. Χτισμένα κατά μήκος του παραλιακού δρόμου, στο περίφημο Κορδόνι, που ξετυλίγεται πολύχρωμο στη πρώτη ζώνη κατοικιών και καταστημάτων αγκαλιάζοντας όλο το λιμάνι, χαϊδεύοντας κυριολεκτικά τα πρασινογάλαζα νερά του κλειστού όρμου. Οι υπόλοιπες σειρές κατοικιών και κάθε είδους οικοδομών περιβάλλονται από τη μυθιστορηματική αχλή του χρόνου, που προσπαθεί να σκεπάσει τις αλλεπάλληλες περιόδους ανάπτυξης και ερήμωσης, θυμίζοντας πάντως τις εποχές παντοδυναμίας και δημιουργώντας έντονα συναισθήματα.
Φανταστείτε ότι με όριο τα επικλινή βράχια υπήρχαν δεκαπέντε γειτονιές, που, όπως παντού, ακολουθούσαν τον κοινωνικό και επαγγελματικό διαχωρισμό. Κάποιες, συνθέτουν τα «φαντάσματα» του Καστελόριζου αν συγκριθούν με τις παλιές θεόρατες αρχοντογειτονιές που δεν υπάρχουν πια (Κάστρου, Μέση του Γιαλού, Κά(β)ου). Αρκεί όμως να κάνετε μια βόλτα στα στενορύμια της πόλης, πίσω από την προκυμαία, εκεί που κάποτε υπήρχαν μεγαλόπρεπα αρχοντικά χτισμένα από ξακουστούς μαστόρους γύρω στο 1900. Πολλά διατηρούν ακόμα τα δοκάρια από τα μπαλκόνια τους που προεξέχουν στο κενό. Παρά τα χρόνια που βαραίνουν την τοιχοποιία από ντόπια πέτρα, στέκουν πολύτιμοι σιωπηλοί μάρτυρες με τα περίτεχνα ξύλινα φουρούσια από κατράνι φερμένο από τη Μικρασία, άλλα με μαρμάρινα μέλη και τα παλιά καλλιτεχνικά κιγκλιδώματα από μασίφ σίδερο φερμένο από την Αττάλεια και τη Μασσαλία.
Δεν λείπουν λίγα ερειπωμένα ή ακόμα και παραμορφωμένα, μισογκρεμισμένα χαλάσματα, τα «χαλατά» όπως τα λένε οι ντόπιοι, που ακόμα κρατούν με πείσμα όρθιες τις ξυλόγλυπτες πόρτες, τα ταβάνια με τους πελώριους ρόδακες και όλες αυτές τις σπάνιες -και μάλλον αδιανόητες στην εποχή μας- διακοσμητικές λεπτομέρειες. Κι αν είναι φαγωμένα από το σαράκι του χρόνου, προσμένουν θαρρείς τους ξενιτεμένους ιδιοκτήτες να τα ασπρίσουν να τα περιποιηθούν, να βγάλουν λουλουδιασμένες γλάστρες την άνοιξη κι ίσως, ποιος ξέρει, να τραγουδήσουν πάλι το λαϊκό στιχάκι: «Μικρό μου Καστελόριζο / χωρίς κλειδί κλειδώνεις». Αυτούς που μπαρκάρισαν και δεν γύρισαν κι εκείνους που η δραματική συμφορά των πολέμων, το δράμα κι η μοίρα έδιωξαν, αφήνοντάς τους στο χέρι μόνο το κλειδί της εξώπορτας και την ελπίδα της επιστροφής.
Υπάρχουν βέβαια και κάποια δημόσια κτίρια, όπως το δημαρχείο, η δημοτική αγορά, η καζάρμα, που δεν έχουν άμεση σχέση με την αρχιτεκτονική του νησιού, επαναφέροντας στη μνήμη την ιταλοκρατία και τα έργα της εποχής που ως μνημεία στολίζουν τα λιμάνια του Νότιου Αιγαίου. Οι κατοικίες-καταστήματα που υπάρχουν στην παραλία, αλλά και τα νεόχτιστα προς την ανύπαρκτη σήμερα συνοικία Κά(β)ου στην περιοχή του φάρου, αποτελούν ελάχιστο δείγμα του πλούτου που είχε συσσωρευτεί στο νησί. Σήμερα, παρά την ερήμωση αρκετών αρχοντικών, τα δεκάδες αναστηλωμένα επί το πλείστον κατοικημένα, εντυπωσιακά σε μέγεθος και ποιότητα κατασκευής, προδιαθέτουν θετικά για το μέλλον του οικισμού. Αυτός σε όλη του την έκταση παραμένει μαζί, με εκείνον της Χάλκης και βέβαια του πολύ μεγαλύτερου της Σύμης, ένας από τους πιο καλοδιατηρημένους της Δωδεκανήσου.
Ολη αυτή η ευμάρεια προερχόταν από τη θάλασσα, παραδοσιακή πηγή πλούτου από την αρχαιότητα, όταν το Καστελόριζο ονομαζόταν Μεγίστη από το γεγονός ότι ήταν το μεγαλύτερο από τα νησιά της Λυκιακής θάλασσας που εκτείνεται ΝΑ μέχρι το ακρωτήριο Χελιδονία ή Ιερόν άκρον στο όριο με την Παμφυλία, όπου βρίσκονται οι πέντε Χελιδονίδες νήσοι. Κατοικήθηκε από τους Προϊστορικούς χρόνους, ενώ κατά την Αρχαιότητα και την Ιστορική Περίοδο εξαρτιόταν από τους Ροδίους. Με τις δεκάδες αποικίες τους στις ακτές της Μικράς Ασίας φρόντισαν να το οχυρώσουν και να τοποθετήσουν εκεί δραστήριους Ρόδιους στρατιωτικούς διοικητές, τους «Επιστάτες», με ένα ευρύ φάσμα στρατιωτικοπολιτικών εξουσιών. Η παρουσία τους επιβεβαιώνεται, όπως θα δούμε, από επιγραφές. Η ναυτική σημασία του αναδεικνύεται τόσο από την επιλογή των Ροδίων όσο και από τον διακαή πόθο των διαδόχων για τον έλεγχό του.
Ιστορικά γεγονότα
Στο Καστελόριζο ξέσπασαν τα κύματα κοσμοϊστορικών γεγονότων διαφόρων εποχών, που παραθέτουμε με εξαιρετική φειδώ. Στα βυζαντινά χρόνια βρέθηκε στη δίνη των πρώτων οργανωμένων πειρατικών επιδρομών, γι’ αυτό οχυρώθηκε με το κάστρο ώστε να αντέχει τις επιθέσεις και να παρέχει ασφάλεια στον στόλο που στάθμευε εκεί. Ηταν το πρώτο νησί που απόσπασαν από τη βυζαντινή κυριαρχία οι Ιωαννίτες ιππότες (2) μετά την αποχώρησή τους από την Κύπρο, χωρίς να γνωρίζουμε πότε, παρέμεινε όμως στη διοίκηση τους ώς το 1440 (3) οπότε δέχτηκε τον βομβαρδισμό του αιγυπτιακού στόλου καθώς αυτός έπλεε για να λεηλατήσει τη Ρόδο (4). Ο σουλτάνος της Αιγύπτου Τζελάλ ελ Ντίν επέφερε μεγάλα πλήγματα στο κάστρο που σχεδόν καταστράφηκε, οι κάτοικοι έφυγαν και το νησί έμεινε ακατοίκητο. Λίγα χρόνια αργότερα, χωρίς να το γνωρίζουν οι Ιωαννίτες ιππότες, παραχωρήθηκε με χρυσόβουλο του Πάπα Νικολάου του Πέμπτου στον βασιλιά της Νεάπολης και Σικελίας Αλφόνσο της Αραγονίας με τον όρο να ανακατασκευάσει το κάστρο και να επανεγκατασταθούν οι κάτοικοι, κάτι που έγινε και κράτησε έως το 1480 (5). Αργότερα, με εξαίρεση την ολιγόμηνη τουρκική παραμονή λόγω της πολιορκίας της Ρόδου, πέρασε στην κατοχή του βασιλιά Ferrand της Νεάπολης (6).
Στους Νεότερους Χρόνους η κατάληψη της Ρόδου το 1522 και η φυγή των ιπποτών προς την Κρήτη αποτέλεσε για τα Δωδεκάνησα την αρχή της Τουρκοκρατίας. Κατά τον τουρκοβενετικό πόλεμο (1645-1669) πέρασε για λίγο στα χέρια των Βενετών (Σεπτέμβριος 1659) με καταστροφή του κάστρου του από τον Μοροζίνι. Η οχυρωμένη πολιτεία δέχτηκε αρκετές αλλαγές κατακτητών, διατηρώντας πάντοτε τη ναυτική σημασία της και συνεχίζοντας τους εμπορικούς δεσμούς με όλες τις μεγάλες πόλεις της εποχής. Αυτό συνέβη όχι μόνο λόγω της θέσης του νησιού πάνω στις θαλάσσιες οδούς ναυσιπλοΐας μεταξύ Αιγύπτου – Συρίας και των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας – Ευρώπης, αλλά κυρίως λόγω των προνομίων που παραχωρήθηκαν από τους Οθωμανούς. Το πλέγμα των μεταφορών που αναπτύχθηκε, σε συνδυασμό με την εξέχουσα γεωγραφική θέση του, ανασηματοδότησε τη σπουδαιότητα του Καστελόριζου.
Από τον 17ο αιώνα υπήρχαν στο Μαντράκι ναυπηγικές εγκαταστάσεις, που χρησιμοποιούσαν ξυλεία από τη μικρασιατική ακτή κατασκευάζοντας ελαφρά πλοία για εμπορικά ταξίδια στο Αιγαίο, τη Συρία, την Αίγυπτο, ακόμα και την Ιταλία. Τέλη του 18ου αιώνα δημιουργήθηκαν στις γειτονικές ακτές της Λυκίας παροικίες από Καστελοριζιούς που τις θεωρούσαν αναπόσπαστο τμήμα του νησιού τους (Καλαμάκι, Αντίφελλος (=Κας), Μύρα, Κάκαβα, Τρίστομη, Φοίνικας). Σύντομα εξελίχθηκε σε πολύτιμο σταθμό, στο ευρύχωρο λιμάνι του οποίου χωρούσε ολόκληρος στόλος της εποχής των ιστιοφόρων. Στις αρχές του 19ου αιώνα υπήρχαν 30 πλοία μέσης χωρητικότητας 120 τόνων με πληρώματα 450 αντρών (7), ενώ ο αμιγώς ελληνικός πληθυσμός έφτασε το 1821 τις 14.000 (8).
Η συμβολή του στον ναυτικό αγώνα του 1821 κατά της οθωμανικής κυριαρχίας υπήρξε αξιόλογη για την προσφορά της σε πλοία και παρά το γεγονός ότι έμεινε όπως και τα άλλα Δωδεκάνησα έξω από τα όρια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους που καθορίστηκε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, συνέχισε τη ναυτική του παράδοση. Το νέο εμπορικό αντικείμενο ήταν η σπογγαλιεία. Στα μέσα του 19ου αι. μετακαλούν τον ονομαστό Χιώτη ναυπηγό Νικολέττο Καραλή, που εγκαταλείπει τα ναυπηγεία της Σύρου και εγκαθίσταται στο Καστελόριζο οργανώνοντας τα ναυπηγεία στο Μαντράκι. Πολύ σύντομα ναυπηγήθηκαν καινούργια πλοία τα οποία ξεχύθηκαν στη Μεσόγειο σε μια εποχή που η ζήτηση σφουγγαριών από τους λαούς της Ευρώπης συνεχώς αυξανόταν. Αργότερα εφοδιάζονται με σκάφανδρα ψαρεύοντας το σφουγγάρι σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου στην οποία κυριαρχούν μαζί με τα υπόλοιπα έντεκα σπογγαλιευτικά κέντρα (9) (Νέα Κούταλη, Τρίκερι, Αίγινα, Υδρα, Σπέτσες, Ερμιόνη, Λέρος, Κάλυμνος, Σύμη, Χάλκη). Αυτές οι δεκαετίες απογείωσαν την οικονομία προσκομίζοντας μεγάλα κέρδη στο νησί. Το 1866 ο στόλος του αποτελείται από 80 πλοία με 640 δύτες και βοηθούς (10). Από τις εξελίξεις δεν ωφελούνται μόνο οι εμπορικοί εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών δυνάμεων, αλλά και Ελληνες και άλλοι υπήκοοι της αυτοκρατορίας. Αργότερα η ελληνική ναυτιλία του ακμάζει ανταγωνιστικά προς τις ευρωπαϊκές (οι ντόπιοι ακόμα μιλούν για στόλο πεντακοσίων πλοίων), ενώ οι έμποροι βρίσκουν μέσω του Καστελόριζου διέξοδο για τη μετακίνησή τους στα νευραλγικά κέντρα της Δύσης.
Κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων (1912-1913), σε μια εποχή που ο πληθυσμός ήταν 12.000 κάτοικοι και το νησί δεν είχε καταληφθεί από την Ιταλία, ο πληθυσμός εξεγέρθηκε νικηφόρα κατά της Τουρκίας με τη βοήθεια 30 Κρητών υπό τον οπλαρχηγό Δασκαλάκη. Την 1η Μαρτίου 1913 διακηρύχθηκε η ένωση με την Ελλάδα. Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος αποκήρυξε και επέπληξε τους πρωτεργάτες, όμως μετά από έντονα διαβήματα των απανταχού Καστελοριζίων και την παρέμβαση του βασιλιά Κωνσταντίνου Α’ δέχτηκε να εγκατασταθεί προσωρινή διοίκηση (1914). Στις 28 Δεκεμβρίου 1915 καταλήφθηκε δολίως από τους Γάλλους με το καταδρομικό «Jeanne d’Arc’». Στις 25 Φεβρουαρίου 1921, κατόπιν παραίτησης της Τουρκίας από τα δικαιώματά της, παραδόθηκε στους Ιταλούς έως τη συνθηκολόγηση στις 11 Σεπτεμβρίου 1943.
Αμέσως μετά ήρθε η ιταλική κατοχή (1921-1943), ενώ λίγο καιρό πριν είχαν εμφανιστεί τα πρώτα ατμόπλοια. Τα απανωτά γεγονότα και η ενασχόληση με αυτά δεν άφησαν περιθώρια οργάνωσης, κατασκευής ή παραγγελίας νέων πλοίων απέναντι στην απειλή του ατμού. Επιπλέον συμβάντα ήταν ο μεγάλος σεισμός των 8 Ρίχτερ της 26ης Ιουνίου 1926, τα πολεμικά γεγονότα στην Ελλάδα (1940-1941), η κατάληψή του από τους Βρετανούς το 1941 και κυρίως το 1943 με τη συνθηκολόγηση των Ιταλών, που κατέληξε στην καταστροφή και τη λεηλασία του, και οι ανηλεείς βομβαρδισμοί από τους Γερμανούς που ισοπέδωσαν την πόλη.
Κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων (1912-1913), σε μια εποχή που ο πληθυσμός ήταν 12.000 κάτοικοι και το νησί δεν είχε καταληφθεί από την Ιταλία όπως τα άλλα Δωδεκάνησα (11), ο πληθυσμός εξεγέρθηκε νικηφόρα κατά της Τουρκίας με τη βοήθεια 30 Κρητών υπό τον οπλαρχηγό Δασκαλάκη. Την 1η Μαρτίου 1913 διακηρύχθηκε η ένωση με την Ελλάδα. Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος αποκήρυξε και επέπληξε τους πρωτεργάτες, όμως μετά από έντονα διαβήματα των απανταχού Καστελοριζίων και την παρέμβαση του βασιλιά Κωνσταντίνου Α’ δέχτηκε να εγκατασταθεί προσωρινή διοίκηση (1914). Στις 28 Δεκεμβρίου 1915 καταλήφθηκε δολίως από τους Γάλλους με το καταδρομικό «Jeanne d’Arc’». Στις 25 Φεβρουαρίου 1921, κατόπιν παραίτησης της Τουρκίας από τα δικαιώματά της (12), παραδόθηκε στους Ιταλούς έως τη συνθηκολόγηση στις 11 Σεπτεμβρίου 1943. Το μεσοδιάστημα από την κήρυξη της ένωσης (1913) και τη γαλλική κατοχή έγινε αφορμή να εκπατριστούν 7.000 και περί τις 2.500 Καστελοριζιοί αντιστοίχως ανά περίοδο (13), ενώ το ίδιο διάστημα βυθίστηκε στο λιμάνι μεγάλο μέρος του στόλου του κατόπιν βομβαρδισμού των γερμανικών δυνάμεων που είχαν τις βάσεις τους στις απέναντι ακτές της Λυκίας.
Αμέσως μετά ήρθε η ιταλική κατοχή (1921-1943), ενώ λίγο καιρό πριν είχαν εμφανιστεί τα πρώτα ατμόπλοια. Τα απανωτά γεγονότα και η ενασχόληση με αυτά δεν άφησαν περιθώρια οργάνωσης, κατασκευής ή παραγγελίας νέων πλοίων απέναντι στην απειλή του ατμού. Τα ιστία δέχονται καίριο πλήγμα, η εμπορική κίνηση σχεδόν διακόπτεται παρασύροντας και την οικονομία. Επιπλέον συμβάντα ήταν ο μεγάλος σεισμός των 8 Ρίχτερ της 26ης Ιουνίου 1926 (14), τα πολεμικά γεγονότα στην Ελλάδα (1940-1941), η κατάληψή του από τους Βρετανούς το 1941 και κυρίως το 1943 με τη συνθηκολόγηση των Ιταλών, που κατέληξε στην καταστροφή και τη λεηλασία του (15), και οι ανηλεείς βομβαρδισμοί από τους Γερμανούς που ισοπέδωσαν την πόλη.
Ολες αυτές οι κακουχίες επέτειναν το μεταναστευτικό ρεύμα και έπεισαν τους κατοίκους να μεταφερθούν μέσω Κύπρου στη Γάζα της Παλαιστίνης και σε άλλα μέρη της Μέσης Ανατολής για να σωθούν, επηρεάζοντας και τους λίγους εναπομείναντες (1.500 άτομα) τόσο, ώστε στην Κατοχή να πάρουν κι αυτοί τον δρόμο της φυγής Το αποτέλεσμα ήταν να απομείνουν στο Καστελόριζο μόλις 633 κάτοικοι (16).
efsyn.gr